- διλήμματος
- δῐ-λήμμᾰτος, ον,A involving two propositions,
συλλογισμός Gal.Inst.Log.6.5
: -τον, τό, dilemma, Hermog.Inv.4.6. Adv. -τως Ulp.ad D.3.13.II ambiguous, λέξεις Sch.Ar.Nu.480.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συλλογισμός Gal.Inst.Log.6.5
: -τον, τό, dilemma, Hermog.Inv.4.6. Adv. -τως Ulp.ad D.3.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διλήμματος — ο (Α διλήμματος, ον) [δίλημμα] αυτός που περιέχει δύο προτάσεις αρχ. 1. διφορούμενος 2. αυτός που έχει δύο λαβές 3. το ουδ. ως ουσ. το διλήμματον α) δίλημμα β) επιχείρημα … Dictionary of Greek
διλήμματος — δίλημμα ambiguous proposition neut gen sg διλήμματος involving two propositions masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλημμάτως — διλήμματος involving two propositions adverbial διλήμματος involving two propositions masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλήμματον — διλήμματος involving two propositions masc/fem acc sg διλήμματος involving two propositions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλημμάτοις — διλήμματος involving two propositions masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλημμάτου — διλήμματος involving two propositions masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλημμάτους — διλήμματος involving two propositions masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλημμάτῳ — διλήμματος involving two propositions masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλήμματοι — διλήμματος involving two propositions masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… … Dictionary of Greek
κότα — και κόττα, η 1. το κατοικίδιο πτηνό όρνιθα 2. μτφ. ελαφρόμυαλη και κακόγουστα φανταχτερή γυναίκα 3. φρ. α) «η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα» λέγεται για περιπτώσεις μεγάλου διλήμματος β) «κοιμάμαι με τις κότες» κοιμάμαι πολύ νωρίς γ)… … Dictionary of Greek